διμερῶν

διμερῶν
διμερής
bipartite
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… …   Dictionary of Greek

  • διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

  • ναύλος — Μια από τις κύριες περιοχές της σύμβασης ναύλωσης, ναυτικής ή εναέριας, είναι το τίμημα που οφείλει να πληρώσει το πρόσωπο (ναυλωτής) προς το συμφέρον και για λογαριασμό του οποίου ο πλοιοκτήτης (εκναυλωτής) διαθέτει είτε κατά τη διάρκεια μιας… …   Dictionary of Greek

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • συμβατικός — ή, ό / συμβατικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμβατός] νεοελλ. 1. αυτός που έχει καθοριστεί με σύμβαση («συμβατικός τόκος») 2. ο κατά συνθήκην, αυτός που είναι σύμφωνος με τα κοινωνικά πρότυπα, χωρίς βαθύτερο και ουσιαστικό περιεχόμενο, τυπικός (α. «συμβατική… …   Dictionary of Greek

  • συνεννόηση — η, Ν 1. ανταλλαγή γνωμών, ανταλλαγή απόψεων («βρίσκονται ακόμη στο στάδιο τών συνεννοήσεων») 2. συμφωνία, σύμπτωση γνωμών («τελικά επήλθε συνεννόηση μεταξύ τους») 3. αμοιβαία κατανόηση («στο ζευγάρι αυτό δεν υπάρχει πια συνεννόηση») 4. μυστική… …   Dictionary of Greek

  • σχέση — η / σχέσις, εως, ΝΜΑ 1. η συνάφεια που υπάρχει μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, αναλογία, σύνδεση, αναφορά, αλληλεξάρτηση (α. «σχέση αιτίου και αιτιατού» β. «η ψυχική του διάθεση έχει στενή σχέση με τις καιρικές συνθήκες» γ. «τὸ γεῡν δεξιὸν… …   Dictionary of Greek

  • διεθνές δίκαιο — Όρος που αναφέρεται γενικά στο σύνολο των νομικών κανόνων που αφορούν σχέσεις ανάμεσα στα κράτη ή ανάμεσα στα κράτη και σε διεθνείς οργανισμούς ή ανάμεσα σε πρόσωπα που ζουν σε διαφορετικές επικράτειες ή εξαρτούν έννομα συμφέροντα που διέπονται… …   Dictionary of Greek

  • Ουτρέχτη — (Utrecht). Πόλη (230 634 κάτ.) της κεντρικής Ολλανδίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.331 τ. χλμ.). Βρίσκεται σε πεδινή περιοχή, σε μια διακλάδωση του κάτω ρου του Ρήνου, του Κρόμε Ρέιν, που εδώ χωρίζεται επίσης στον Όουντε Ρέιν και στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”